Καμπότζη 8/4/2018 – 10/4/2018
Λίγες χώρες με έχουν συγκλονίσει όσο η μακρινή Καμπότζη.
Πριν φτάσουμε σε αυτήν την ξεχωριστή χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας δεν γνώριζα τίποτα απολύτως για αυτή. Και ίσως ποτέ να μη μάθαινα για αυτή αν δεν βρίσκαμε τα ιδιαίτερα προσιτά εισιτήρια της Scoot για Σιγκαπούρη. Από εκεί με Airasia για Μαλαισία για μόλις 63€ και πάλι με Airasia για Siem Reap για 40€!!! Σκοπός μας να επισκεφτούμε τους ναούς της περιοχής του Angkor, το “Machu Picchu της Ασίας” όπως τους αποκαλούν πολλοί.
Η άφιξή μας στη χώρα έγινε στο αεροδρόμιο της Siem Reap, ένα σύμπλεγμα χωριών στη βορειοδυτική πλευρά της χώρας. Εκεί βιώσαμε από πρώτο χέρι την απόλυτη εμπειρία της γραφειοκρατίας της φτωχής αυτής χώρας της Νοτιοανατολικής Ασίας! Σε κανένα άλλο ταξίδι μας μέχρι στιγμής δεν ήταν τόσο χρονοβόρα και «ερευνητική» η είσοδός μας στη χώρα. Φτάνοντας λοιπόν στο αεροδρόμιο έπρεπε να συμπληρώσουμε τα απαραίτητα έγγραφα για να αποκτήσουμε τη βίζα. Αφού τα συμπληρώσαμε επιμελώς και πολλάκις, μπήκαμε στην ουρά με τα χαρτιά ανά χείρας, συν μία φωτογραφία, συν 30 δολάρια (αν δεν έχεις το ακριβές ποσό, μην περιμένεις ρέστα!). Όταν ήρθε επιτέλους η σειρά μας, ένας αγέλαστος, αμίλητος και γενικά πολύ αυστηρός υπάλληλος μας τα πήρε μαζί με όλα τα συνοδευτικά και μας έδειξε το δρόμο για να του αδειάσουμε τη γωνιά. Τα διαβατήριά μας ήταν πλέον εκτός του οπτικού μας πεδίου. Πέρασαν σταδιακά από τα χέρια αρκετών σκυθρωπών, αμίλητων υπαλλήλων που ήταν μισοκρυμμένοι πίσω από τον ψηλό πάγκο του αεροδρομίου. Ώσπου έφτασαν στα χεριά του τελευταίου υπαλλήλου ο οποίος επίσης αγέλαστος και αμίλητος σήκωνε ψηλά το διαβατήριο ανοιγμένο στη σελίδα της φωτογραφίας και ο κάτοχός του, που υπομονετικά περίμενε στη νέα πλέον ουρά, αφού έβλεπε την αφεντιά του, το έπαιρνε και πίστευε ότι αυτό ήταν όλο, τέλειωσε. Αμ δε! Τώρα έπρεπε να συμπληρώσουμε καινούρια έγγραφα, που μας έδωσε ένας αγενέστατος, αγέλαστος και μάλλον λίγο θυμωμένος υπάλληλος χωρίς περαιτέρω πληροφορίες και λεπτομέρειες για το τι θα τα κάνουμε, ή πού θα τα παραδώσουμε. Με αυτά τα νέα μας αποκτήματα, συν το διαβατήριο…. “Ουπς, γιατί αυτοί έχουν και ένα μπλε χαρτί; Εμείς δεν έχουμε μπλε χαρτί! Γιατί δεν έχουμε; Και από πού θα το πάρουμε;” Το μπλε χαρτί δεν υπήρχε πουθενά. Και ο αγενέστατος κύριος (που πιθανότατα δεν ήξερε γρι αγγλικά) είχε πια εξαφανιστεί οπότε δεν μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε τίποτα. Μάθαμε από τον ταξιδιώτη μπροστά μας ότι του το είχαν δώσει να το συμπληρώσει στο αεροπλάνο και αφορούσε τα αντικείμενα που ήθελε να δηλώσει. Εμείς τέτοιο χαρτί δεν είχαμε, αλλά αποφασίσαμε να το ρισκάρουμε και να μπούμε στην τρίτη κατά σειρά ουρά πριν μπούμε στη χώρα. Εκεί ένας για άλλη μια φορά αγέλαστος και αμίλητος υπάλληλος, αφού κοίταξε τα έγγραφά μας και εμάς ερευνητικά, μας άφησε επιτέλους να περάσουμε στην πανέμορφη χώρα του! Οφείλω να επισημάνω ότι αυτοί ήταν οι μόνοι αγέλαστοι και αγενείς άνθρωποι που είδαμε στην Καμπότζη!
Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, μας περίμενε υπάλληλος του ξενοδοχείου μας για να μας οδηγήσει προς αυτό. Ο Sareth! Ήταν εκεί, με μια κόλλα Α4 που έγραφε το όνομα του Ντάνη, και το πρώτο διάπλατο χαμόγελο που αντικρίσαμε! Έδειχνε ότι πραγματικά χάρηκε που φτάσαμε! Σα να αντίκρισε έναν καλό του φίλο που είχε γυρίσει από μακρινό ταξίδι! Τόσο χαρούμενος φαινόταν! Τον ακολουθήσαμε προς το όχημά του, που περιμέναμε να ήταν κάποιο αυτοκίνητο, ή ίσως κάποιο βανάκι του ξενοδοχείου ή έστω ένα ταξί. Ο Sareth όμως είχε έρθει να μας πάρει με το τουκ-τουκ του! Τι είναι το τουκ-τουκ; Είναι ένα μικρό, παλιό μηχανάκι με μια αυτοσχέδια καρότσα προσαρτημένη στο πίσω μέρος με χώρο για τέσσερα άτομα παρακαλώ ή, στη δική μας περίπτωση, για δύο άτομα και δύο βαλίτσες. Ο χώρος των αποσκευών δημιουργήθηκε άμεσα ρίχνοντας το ένα κάθισμα και τοποθετώντας επάνω του απλά τις βαλίτσες μας! Κοιταχτήκαμε με τον Ντάνη σοκαρισμένοι και οι δύο, αλλά διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή. Το 90% των οχημάτων γύρω μας ήταν τουκ-τουκ! Ο Sareth φόρεσε το κράνος του (και το φορούσε πάντα!), εμείς καβαλήσαμε την καρότσα και ξεκινήσαμε. Και έτσι αντικρίσαμε τις πρώτες εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό μας! Μια χώρα με υποτυπώδεις, ίσως και ανύπαρκτες υποδομές, γεμάτη όμως χαμογελαστούς ανθρώπους! Ένας λαός με έντονα τα σημάδια της ταλαιπωρίας και της φτώχειας αλλά «καθαρός», αφού κανείς δε μεταναστεύει σε μια τόσο φτωχή χώρα! Άνθρωποι που κατάφεραν να επιβιώσουν μετά από έναν αιματηρό εμφύλιο, και μια απίστευτη δικτατορία που πίστευαν ότι ήρθε να τους σώσει από τον εμφύλιο αλλά ήταν ο χειρότερος εφιάλτης τους!
Για την ιστορία λοιπόν, τον Απρίλιο του ‘75 κομμουνιστές αντάρτες της χώρας με ηγέτη τον Πολ Ποτ, οι επονομαζόμενοι Ερυθροί Χμερ, κατέλαβαν την πρωτεύουσα Πνομ Πενχ, φέρνοντας έτσι το τέλος του εμφυλίου αλλά και τη αρχή μιας πραγματικής γενοκτονίας. Ο Πολ Ποτ ήθελε ολόκληρη η χώρα να επιστρέψει σε μια αγροτική οικονομία, στην οποία δεν θα υπήρχαν βιομηχανία, χρηματικές συναλλαγές, πόλεις, παιδεία, τέχνες, κουλτούρα, διανόηση…. Ήταν κατ’ εμέ ένας διανοητικά και ψυχικά άρρωστος άνθρωπος. Για να πετύχει τους άρρωστους σκοπούς του άδειασε όλες τις πόλεις και έστειλε όλο τον πληθυσμό της χώρας στην ύπαιθρο για να εργαστεί στα χωράφια. Χωράφια φυλακές, όπου εργάζονταν σε απίστευτα σκληρές συνθήκες χωρίς νερό και με ελάχιστο φαγητό. Τα σχολεία έκλεισαν, όπως επίσης και οι τράπεζες, οι ναοί και τα νοσοκομεία. Καταργήθηκαν τα χρήματα και η ιδιωτική ιδιοκτησία. Απαγορεύτηκαν οι σεξουαλικές σχέσεις, τα κοσμήματα και τα γυαλιά γιατί αποτελούσαν ένδειξη διανόησης! Κανένας δεν μπορούσε να έχει μαζί του φωτογραφίες των δικών του ανθρώπων! Απαγορεύτηκε να διαβάζουν βιβλία, να θρηνούν το θάνατο των συγγενών τους και το πιο εξωφρενικό ήταν ότι απαγορεύθηκε το γέλιο! Μοναδική ποινή για όσους δεν υπάκουγαν ο θάνατος, που σύμφωνα με τον Πολ Ποτ θα καθάριζε τη χώρα από τη διαφθορά! Εξοντώθηκε έτσι σχεδόν το 30% του πληθυσμού, όχι μόνο του ενήλικου, αλλά και των παιδιών τους, ακόμη και αν ήταν ακόμη βρέφη, μην τυχόν και μεγαλώνοντας ζητήσουν εκδίκηση για το θάνατο των δικών τους! Η δικτατορία του Πολ Ποτ “έπεσε” τον Δεκέμβρη του ‘78, όταν στη χώρα εισέβαλαν ως κατακτητές οι γείτονες Βιετναμέζοι μετά από επιθέσεις των κόκκινων Χμερ. Ο λαός όμως τους υποδέχτηκε σαν σωτήρες και απελευθερωτές που τους απάλλαξαν από τον κυριολεκτικά τρελό ηγέτη τους! Είναι ανατριχιαστικό ότι όλα αυτά τα εγκλήματα διαπράχθηκαν τόσο πρόσφατα! Είναι φρικιαστικό ότι η πλειοψηφία των μορφωμένων ανθρώπων δολοφονήθηκε και η χώρα αυτή τη στιγμή απαρτίζεται από ως επί το πλείστον αμόρφωτους ανθρώπους που κατάφεραν να επιβιώσουν! Είναι απίστευτο ότι ο λαός αυτός έχει ένα μόνιμο ζωγραφισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του, εκτιμώντας το μοναδικό δώρο που τους έχει δοθεί και λέγεται «ζωή»!
Στο δρόμο λοιπόν από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο είδαμε τα πρώτα σημάδια αναγέννησης μέσα από τα συντρίμμια. Ο δρόμος καλός αλλά στις δύο πλευρές του ό,τι λογής αυτοσχέδια επιχείρηση μπορείς να φανταστείς! Κάποια στιγμή, αραδιασμένα πλαστικά μπουκάλια νερού που περιείχαν ένα χρυσοκίτρινο υγρό τράβηξαν την προσοχή μου. Τι καλούδι μπορεί να ήταν αυτό, που μάλιστα όλες οι «επιχειρήσεις» κατά μήκους του δρόμου διέθεταν? Σύντομα το μυστήριο λύθηκε! Το χρυσοκίτρινο υγρό μέσα στα πλαστικά μπουκάλια ήταν βενζίνη! Ναι, βενζίνη! Ποιοι φόροι, ποια οκτάνια, ποιοι έλεγχοι ποιότητας, τίποτα σου λέω! Απλά, διάφανα (να ξέρεις και τι παίρνεις!) πλαστικά, μεταχειρισμένα μπουκάλια! Και όλες οι «επιχειρήσεις» ημιυπαίθριες. Ούτε πόρτες, ούτε κλειδαριές, ούτε ταμειακές! Δυο τάβλες αριστερά δεξιά, ανοιχτό μπρος πίσω (διαμπερές-ευάερο-ευήλιο!) και μια πρόχειρη τέντα (πανί δηλαδή) στηριγμένη σε δυο πασσάλους και να τη η «επιχείρηση»! Πεζοδρόμια πουθενά και αν πρέπει να μιλήσω και για τα καλώδια του ρεύματος, ειλικρινά, η μόνη λέξη που μου έρχεται για να χαρακτηρίσω το δίκτυο είναι “χάος”!
Φτάνοντας στη Siem Reap, μετά από 20 λεπτά περίπου στο τουκ-τουκ του Sareth, αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν η συνύπαρξη όλων αυτών των αυτοσχέδιων τοπικών “επιχειρήσεων” και των καταστημάτων δυτικού τύπου. Σε ένα δρόμο που είναι κοινός για οχήματα παντός τύπου (τα περισσότερα αυτοσχέδιες πατέντες!) και πεζούς, χωρίς κανένα κώδικα οδικής κυκλοφορίας! Μια απίστευτη ακαταστασία κάτω από τον καυτό ήλιο! Κίνηση και ζωντάνια και παντελής έλλειψη κανόνων υγιεινής! Τι εννοώ; Υπαίθριο κρεοπωλείο, με κρεμασμένα τα κρέατα προς τέρψη των περαστικών, χωρίς ψυγείο φυσικά, κι όμως οι νοικοκυρές περίμεναν ουρά να αγοράσουν τα αγνώστου προέλευσης μπριζολάκια! Υπαίθριοι ψήστες με σχάρες γεμάτες άγνωστα σε εμένα κομμάτια κρέατος που επίσης έκαναν χρυσές δουλειές! Και δίπλα ακριβώς, μια στοίβα σκουπίδια ή μπάζα! Πολύχρωμα ρούχα απλωμένα πάνω σε περίφραξη έξω από την οποία είχε δημιουργηθεί μια μικρή χωματερή! Και λίγα μέτρα παραπέρα μια πανάκριβη και πολυτελέστατη βίλλα με ένα ακριβό αυτοκίνητο παρκαρισμένο απ’ έξω! Μια τεράστια ακαταστασία και ανομοιομορφία!
Το ξενοδοχείο μας Visoth Boutique ήταν κρυμμένο πίσω από πυκνή βλάστηση. Άνετο και καθαρό με πολύ φιλικό και εξυπηρετικό προσωπικό που μας καλωσόρισε με ένα δροσερό τσάι! Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι το κέντρο της πόλης για εξερεύνηση αλλά και φαγητό.
Η Siem Reap ήταν ένα μικρό χωριουδάκι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα που οι ναοί του Angkor ξεθάφτηκαν μέσα από την ζούγκλα! Το 1901 Γάλλοι ανέλαβαν το σώσιμο των ναών από την ζούγκλα που κυριολεκτικά τους είχε πνίξει και την αναστήλωση του χώρου. Το δύσκολο έργο τους διακόπηκε από τον Πολ Ποτ, ο οποίος επέβαλλε μεταξύ άλλων την καταστροφή τους, αλλά και από αρχαιοκάπηλους αργότερα. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τεράστια έκταση 1,626,000 m2 (είναι το μεγαλύτερο σε έκταση θρησκευτικό μνημείο του κόσμου!) κρύβει ακόμη πολλά μυστικά και χρειάζεται ικανούς αρχαιολόγους και ανθρώπους με τις κατάλληλες γνώσεις για να αναδείξουν το πραγματικό της μεγαλείο. Ωστόσο οι πρώτοι δυτικοί άρχισαν να καταφθάνουν για να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό μνημείο και η Siem Reap που βρίσκεται μόλις 5,5 χλμ μακριά έγινε το βασικό ορμητήριο για αυτές τις εξερευνήσεις. Μέσα σε λίγα χρόνια το μικρό χωριουδάκι άρχισε να γεμίζει ξενοδοχεία, καταλύματα, εστιατόρια και κάθε λογής τουριστικές εγκαταστάσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των δυτικών. Το τουριστικό κέντρο της πόλης ονομάζεται Pub Street. Είναι τόσο ζωντανό και θορυβώδες που δεν μπορείς να το χάσεις με τίποτα! Κόσμος παντού, φώτα, μουσική και πολύ καλό φαγητό! Να σημειώσω εδώ ότι ο συγκεκριμένος δρόμος είναι απαγορευτικός (λόγω κόστους) για τους ντόπιους, οι οποίοι έρχονται εδώ μόνο για να δουλέψουν. Υπάρχουν καταστήματα δυτικού τύπου (από άποψη υγιεινής και καθαριότητας) στα οποία όμως μπορείς να γευτείς την τοπική κουζίνα (Khmer cuisine) που είναι εξαιρετική! Βασίζεται περισσότερο στα λαχανικά και τις φύτρες, το ρύζι, το κοτόπουλο, το ψάρι και τις συνοδευτικές σάλτσες. Είναι αδιανόητο πώς ένα τόσο τουριστικό μέρος έχει καταφέρει να κρατήσει τον χαρακτήρα του, την κουλτούρα του και την κουζίνα του!
Αφού λοιπόν ικανοποιήσαμε τον ουρανίσκο μας, φύγαμε προς εύρεση τουκ-τουκ με προορισμό το εκδοτήριο εισιτηρίων για τους ναούς. Ο Ντάνης είχε διαβάσει ότι αν αγοράσεις εισιτήριο αργά το απόγευμα για την επόμενη μέρα, σου επιτρέπεται η είσοδος το προηγούμενο απόγευμα για να απολαύσεις το μοναδικό ηλιοβασίλεμα! Δυστυχώς όμως φτάσαμε αργά. Τα εκδοτήρια κλείνουν στις 17.30 και εμείς φτάσαμε έξι παρά. Απογοητευμένοι πήραμε πάλι το τουκ-τουκ και επιστρέψαμε στην πολύβουη Pub Street. Είναι πιο όμορφη το βράδυ με τα φώτα και την απουσία του ήλιου και της ζέστης που σου κόβει την ανάσα. Ανάμεσα στους τουρίστες εύκολα διέκρινες τους ντόπιους που περιφέρονταν πουλώντας την πραμάτεια τους, από σουβενίρ μέχρι φιδάκια ή σκορπιούς σε σουβλάκι! Και συνάμα παραδοσιακή μουσική και χορός και δικά τους έθιμα όλα μαζί ζωντάνευαν εκεί, μέσα στο δρόμο, μπροστά στα γεμάτα περιέργεια μάτια των τουριστών και τα δικά μας φυσικά…
Περπατώντας επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση και ύπνο γιατί το ξυπνητήρι για το επόμενο πρωινό θα χτυπούσε στις 04.00!
Αν θέλεις να προλάβεις την ανατολή του ηλίου πίσω από το Angkor Wat αυτή είναι η ώρα που πρέπει να ξυπνήσεις! 4.00! 4.30 πρέπει να βρίσκεσαι ήδη πάνω στο τουκ-τουκ. Ο καλός μου ο Sareth! Ήταν στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου πριν από εμάς και μας περίμενε με ένα μεγάλο χαμόγελο! Θα ήταν ο οδηγός και ο ξεναγός μας για ολόκληρη την ημέρα που αναμενόταν εξαντλητική και καυτή! Τα απαραίτητα παζάρια είχαν γίνει από την προηγούμενη μέρα και είχαμε συμφωνήσει ότι θα ήταν μαζί μας ολημερίς με 30$. Εδώ πρέπει οπωσδήποτε να επισημάνω ότι πρέπει να προσέξετε πολύ την ενδυμασία σας πριν φύγετε από το ξενοδοχείο. Οι ναοί είναι ιερός τόπος και απαιτείται ο δέων σεβασμός. Και από τις γυναίκες και από τους άντρες. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται τίποτα που να αφήνει ακάλυπτα τα γόνατα και τους ώμους. Και επαναλαμβάνω, αυτό αφορά και στους άνδρες και στις γυναίκες! Οι μαντίλες και τα φουλάρια δεν επιτρέπονται (ξέρετε, το κλασσικό που κάνουμε στην Ελλάδα για να μπούμε σε ένα μοναστήρι) και πρέπει να πω ότι είναι πολύ αυστηροί σε αυτό το θέμα ιδιαίτερα στον κεντρικό ναό, στο Angkor Wat. 4.30 αξημέρωτα λοιπόν φύγαμε από το ξενοδοχείο και 5 παρά ήμασταν έξω από τα εκδοτήρια εισιτηρίων τα οποία ανοίγουν στις 5.00. Το ημερήσιο εισιτήριο κοστίζει 37 δολάρια και είναι αυστηρά προσωπικό. Γι’ αυτό το λόγο σε βγάζουν φωτογραφία η οποία είναι ενσωματωμένη στο εισιτήριό σου! Πρέπει να ήμασταν από τους πρώτους που έβγαλαν εισιτήριο εκείνη την ημέρα, και από εκεί και πάλι επιβίβαση στο τουκ-τουκ του Sareth με προορισμό τον Angkor Wat και την όμορφη λιμνούλα με τους κρίνους που βρίσκεται μπροστά του για να αποθανατίσουμε την μαγική ανατολή του ηλίου πίσω από το ναό. Απαραίτητος εξοπλισμός λόγω ώρας ο φακός! Ο χώρος των ναών όπως και η γύρω περιοχή δεν έχει δίκτυο ηλεκτρισμού και ο Sareth μας άφησε στο απόλυτο σκοτάδι! Σπεύσαμε προς την κατεύθυνση που μας έδειξε γιατί από μόνοι μας ήταν αδύνατο να εντοπίσουμε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι πού είναι ο ναός. Διασχίσαμε την τάφρο που περιβάλλει το ναό μέσω μιας πλωτής γέφυρας και στα αριστερά διακρίναμε τη λιμνούλα. Όπου ήδη βρισκόταν μερικές εκατοντάδες τουρίστες με κάθε λογής gadget ανά χείρας καραδοκώντας την πρώτη ακτίνα ήλιου να σκάσει μύτη πίσω από το ναό! Είναι τόσο δύσκολο πραγματικά να αποφασίσεις τι να κάνεις εκείνη τη μαγική στιγμή! Να αφεθείς και να απολαύσεις τα χρώματα και το παιχνίδι που παίζει το φως με το νερό της λίμνης και τα νούφαρα, ή να αρχίζεις να πατάς τα κουμπιά σε ότι μαραφέτι έχεις κουβαλήσει μαζί σου γιατί ξέρεις ότι είναι από τα πράγματα που μόνο μια φορά θα δεις στη ζωή σου!
Ο ήλιος πολύ γρήγορα ανέβηκε πάνω από το ναό και όλος ο λαός που ήταν παραταγμένος στις όχθες της μικρής λίμνης έφυγε τρέχοντας προς αυτόν! Και μιλάμε για πολύ λαό! Μιλούνια! Εμείς όμως, διαβασμένοι καθώς ήμασταν, ακολουθήσαμε τη μεγάλη διαδρομή ανάποδα! Ναι, ανάποδα! Αυτός είναι ο μυστικός τρόπος να αποφύγεις τις ορδές των τουριστών! Παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι υπάρχουν δύο επιλογές για την περιήγηση των ναών: η μικρή διαδρομή, 17 χιλιομέτρων, που καλύπτει τους περισσότερο γνωστούς ναούς (Angkor Wat, Phnom Bakheng, Angkor Thom, Bayon, Ta Prohm) και η μεγάλη διαδρομή, 26 χιλιομέτρων, που περιλαμβάνει και λιγότερο γνωστούς και επισκέψιμους ναούς που πραγματικά αξίζει να δεις. (Angkor Wat, Phnom Bakheng, Angkor Thom, Bayon, Preah Khan, Neak Pean, Ta Som, East Mebon, Pre Rup, Sras Srang, Ta Prohm, Banteay Kdei). Εμείς κάναμε τη μεγάλη διαδρομή αλλά ανάποδα, αφήνοντας τον βασικό Angkor Wat τελευταίο. Με αυτόν τον τρόπο συναντήσαμε ελάχιστους τουρίστες, σε κάποιους από τους λιγότερο γνωστούς ναούς μάλιστα, ήμασταν ολομόναχοι!
Τι να πρωτοαναφέρω για τους ναούς πραγματικά! Η έκταση που καλύπτουν είναι αχανής! Είναι αδύνατο να την καλύψεις με τα πόδια και δε θα συνιστούσα σε καμία περίπτωση το ποδήλατο που είδα αρκετούς να οδηγούν αγκομαχώντας μέσα στο λιοπύρι! Καταναλώναμε τόση ενέργεια περιπλανώμενοι στους ναούς κάτω από τον καυτό ήλιο που όταν αντίκριζα τον Sareth να μας κουνάει, με το γνωστό πλέον χαμόγελό του, το χέρι και να καβαλάει το τουκ-τουκ του για να έρθει να μας πάρει από την εκάστοτε έξοδο του ναού ήταν σα να αντίκριζα όαση στην έρημο!
Το ζεστό αεράκι που μας φυσούσε ενώ ο Sareth οδηγούσε ήταν βάλσαμο! Και συν της άλλης, μην ξεχνάς, ποδαράκια και ώμοι ήταν καλυμμένα! Με αυτή τη ζέστη (40άρια Απρίλη μήνα!), φορούσα μακρύ παντελόνι που πλέον είχε γίνει ένα με τη σάρκα από τον ιδρώτα, και κοντομάνικο μπλουζάκι (επ’ ουδενί τιραντάκι!) που βασανιστικά σήκωνα πάνω από τους ώμους μου αφού περνούσαμε τον έλεγχο στις εισόδους των ναών! Το νερό είναι απολύτως απαραίτητο και σε μεγάλες ποσότητες! Και κάποιο ελαφρύ σνακ επίσης. Έξω από τους ναούς έχει διάφορους ντόπιους με αυτοσχέδιους πάγκους που πουλάνε τα πάντα! Ο ανανάς που σχεδόν καλλιτεχνικά καθάρισε και έκοψε μπροστά μας η όμορφη Καμποτζιανή ήταν ο πιο νόστιμος και ζουμερός που έχω φάει ποτέ μου! Πέρα από φρούτα, μπορείς να βρεις ότι σουβενίρ μπορείς να φανταστείς, αλλά κατ’ εμέ αυτά που αξίζουν είναι τα χειροποίητα αριστουργήματα που φτιάχνουν οι ντόπιοι πάνω σε δέρμα. Είναι μοναδικά, είναι παραδοσιακή δική τους τεχνική, και είναι το καλύτερο σουβενίρ που μπορείς να φέρεις πίσω στην Ελλάδα. Είναι πολύ ελαφρύ, σου το τυλίγουν αυτοί και στο βάζουν σε μια πλεκτή θήκη που φτιάχνουν επίσης οι ίδιοι από φύλλα μπανάνας, και δε σκίζεται με τίποτα! Ειλικρινά το μετάνιωσα που δεν πήρα περισσότερα.
Εννοείται ότι παντού γίνονται παζάρια και η τιμή που σου δίνουν αρχικά δεν έχει καμία σχέση με την τιμή που τελικά θα το αγοράσεις. Όλα εξαρτώνται από το πόσο καλός είσαι στα παζάρια. Όλοι αυτοί οι πλανόδιοι πωλητές ζουν εκεί, μαζί με τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους, τα μωρά τους, σε καλύβες που έχουν φτιάξει μέσα στη ζούγκλα, χωρίς καμία φυσικά από τις ανέσεις που εμείς θεωρούμε δεδομένες. Εκεί γνώρισα και την πιτσιρίκα καμποτζιανή που μου μίλησε σε άπταιστα αγγλικά! «Στο σχολείο τα έμαθες;» τη ρώτησα. «Όχι» μου απάντησε. «Στο σχολείο μαθαίνουμε μόνο Καμποτζιανά. Τα αγγλικά τα έμαθα από τους τουρίστες που έρχονται εδώ! Εσύ από πού είσαι;» «Από την Ελλάδα» της λέω, «Ξέρεις πού είναι η Ελλάδα;» «Στην Ευρώπη» μου λέει «και έχει πρωτεύουσα την Αθήνα»! Έμεινα με ανοιχτό το στόμα! Όσες φορές έχω ταξιδέψει στην Ασία και με ρωτάνε από πού είμαι, πολύ σπάνια γνωρίζουν την Ελλάδα, πόσο μάλλον το πού βρίσκεται και το ποια έχει πρωτεύουσα. Συνήθως την αναγνωρίζουν ως τη χώρα που είναι κοντά στην Ιταλία. Κι όμως, αυτή η γλυκιά πιτσιρίκα, που ήταν δεν ήταν 8 χρονών, ήξερε την Ελλάδα, την πρωτεύουσά της, όπως επίσης και τις πρωτεύουσες των περισσότερων χωρών του κόσμου! «Σου εύχομαι μια μέρα να ταξιδέψεις σε όλες αυτές τις χώρες που γνωρίζεις!» της είπα. «Δεν γίνεται. Τα δικά μας χρήματα είναι πολύ λίγα μπροστά στα δικά σας» μου απάντησε σε άπταιστα αγγλικά η οχτάχρονη Καμποτζιανή! Πόσο άδικος και άνισος είναι αυτός ο κόσμος!
Ο Sareth, όσο εμείς περιπλανιόμασταν, κοιμόταν στο πίσω κάθισμα του τουκ-τουκ του. Μα κάθε φορά, ξυπνούσε εγκαίρως, μας έβλεπε από μακριά και χαμογελαστός έτρεχε να μας μαζέψει. Ιδρωμένους και κατάκοπους! Η είσοδος σε κάποιους από τους ναούς (όπως ο Angkor Wat) είναι απότομες σκάλες, κάποιες από τις οποίες αρνήθηκα κατηγορηματικά να ανέβω λόγω ακροφοβίας. Βρήκα πολύ πιο εντυπωσιακούς και ενδιαφέροντες τους επίπεδους ναούς που έμοιαζαν με λαβύρινθους. Θα μπορούσα να περιφέρομαι με τις ώρες μέσα σε αυτούς, περιμένοντας κάποιον ανέκφραστο βουδιστή μοναχό με τον χαρακτηριστικό πορτοκαλί μανδύα να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μου ψεκάζοντας τις πέτρες ως ένδειξη σεβασμού, αλλά ο χρόνος είναι ο δεύτερος σκληρός αντίπαλος μετά την αδυσώπητη ζέστη.
Συγκλονιστικοί είναι οι ναοί (όπως ο Ta Prohm) στους οποίους πέτρες και ρίζες δέντρων έχουν γίνει κυριολεκτικά ένα! Τόσο που είναι πλέον ανέφικτος ο αποχωρισμός τους!
Έξω από τον κεντρικό ναό του Angkor Wat συναντήσαμε αυτές τις όμορφες κοπέλες με τις περίτεχνες στολές τους να χορεύουν Apsara, τον παραδοσιακό χορό της Καμπότζης. Ένας χορός των χεριών και των δακτύλων, οι πάνω από 1500 κινήσεις του οποίου απαιτούν χρόνια εξάσκησης.
Στο τέλος της ημέρας, και μετά από 12 ώρες περιήγησης, το μόνο που περνούσε από το μυαλό μας ήταν το φαΐ και ο ύπνος! Ο Sareth μας πήγε σε ένα supermarket δυτικού τύπου να αγοράσουμε νερά γιατί, όπως ήταν αναμενόμενο, είχαμε ξεμείνει. Εκεί βρήκαμε και μια ποικιλία φρούτων που δεν είχαμε ξαναφάει και αποφασίσαμε να προσθέσουμε στο καλάθι μας, όπως επίσης και τσιπς από φρούτο του πάθους! Γευστικότατα!
Έπειτα πήγαμε στο ξενοδοχείο για το απαραίτητο ντουζάκι να συνέλθουμε λιγάκι και μετά πάλι στην πολυσύχναστη Pub Street για φαγητό και δροσερή μπυρίτσα. Εξαιρετικό το φαγητό για άλλη μία φορά! Η κούραση της ημέρας μας έδειξε το δρόμο προς το ξενοδοχείο όπου αφέθηκα σε ένα χαλαρωτικό Khmer μασάζ! Αυτό το χαρακτηριστικό μασάζ της Καμπότζης, σπάνια το βρίσκεις σε άλλη χώρα. Επικεντρώνεται περισσότερο σε πιέσεις των μυών, ξεκινώντας από τα πόδια και καταλήγει στο κεφάλι. Είναι αργό και απολαυστικό, και ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν μετά την εξαντλητική μας μέρα.
Το επόμενο πρωί δεν είχε άλλο περπάτημα! Το πρωινό στο ξενοδοχείο περιλάμβανε αυγά και φρούτα! Έτσι θυμηθήκαμε και τα φρούτα που είχαμε αγοράσει την προηγούμενη μέρα. Salak και φρούτο του πάθους. Γενικά μου αρέσει να δοκιμάζω καινούριες γεύσεις. Οκ, το φρούτο του πάθους γευστικά ήταν γνωστό, αλλά το salak πρώτη φορά το έβλεπα, πρώτη φορά το έτρωγα! Ο Ντάνης νομίζω περισσότερο απόλαυσε τις γκριμάτσες μου παρά το φρούτο! Αφού δεν μπορώ τα ξινά…
Ο Sareth έφτασε, τελευταία για εμάς φορά, στη ρεσεψιόν.
Η πτήση μας για Χονγκ Κονγκ ήταν το μεσημέρι. Για 5$ ο Sareth μας πέταξε με το τουκ-τουκ του μέχρι το αεροδρόμιο. Goodbye Cambodia! Θα επιστρέψουμε σίγουρα…